-
1 προαναιρέω
A take away before,ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Isoc.12.34
;τοὺς χρόνους π. τῆς πόλεως D.19.183
;ἃ ἐροῦσι π.
refute by anticipation,Arist.
Rh. 1418b11; kill, destroy first,ἀδελφὸν φαρμάκοις J.AJ 15.4.1
, cf. Plu.Caes.28, Luc.JTr.25, App.Mith.48, Ach. Tat.3.4; τῆς αἰσθήσεως προανελὼν τὸ αἰσθανόμενον, i.e. πρὸ τῆς αἰσθήσεως, Plu.2.517a:—[voice] Pass., Id.2.820f, Hld.9.24.II [voice] Med., catch first, [ τὴν σφαῖραν] Poll.9.104.III [voice] Pass., to be chosen as a representative, IG12(7).22.5 (Amorgos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαναιρέω
См. также в других словарях:
προαναιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι εκ τών προτέρων, αφανίζω από πριν 2. φονεύω προηγουμένως («προαναιρεῑν ἀδελφὸν φαρμάκοις», Ιώσ.) 3. αναιρώ, ανασκευάζω εκ τών προτέρων 4. μέσ. προαναιροῡμαι, έομαι συλλαμβάνω κάτι πρώτος 5. παθ. εκλέγομαι προηγουμένως.… … Dictionary of Greek